βρώσιμα

βρώσιμα
βρώσιμος
eatable
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • NARDUS — Νάρδος, ex Hebr. Gap desc: Hebrew genus herbae odoratissimae, Cantic. c. 4. v. 14. et alibi. Nardus pistica, Ioh. c. 12. v. 3. et Marci c. 14. v. 3. νάρδου πιςτικῆς. Vulgata vertit, Nardi spicati. Beza, liquidae, παρὰ τὸ πιεῖν, quasi potabilem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… …   Dictionary of Greek

  • κουκουναριά — Δέντρο της οικογένειας των πευκιδών, της κλάσης των γυμνοσπέρμων. Η επιστημονική ονομασία της είναι Pinus pinea. Η κ. έχει ευθυτενή, συχνά κυματοειδή, κορμό, ύψους 12 25 μ.· η κόμη της είναι σφαιρική σε νεαρή ηλικία και ομπρελοειδής σε μεγαλύτερη …   Dictionary of Greek

  • δισκομύκητες — (discomycetes). Τάξη μυκήτων (μανιταριών) της κλάσης των ασκομυκήτων. Είναι σαπροφυτικοί ή παρασιτικοί μύκητες, των οποίων τα καρποσώματα, δηλαδή οι ασκοί όπου παράγονται τα σπόρια, ονομάζονται αποθήκια. Τα αποθήκια είναι μικρότερα από 1 εκ.,… …   Dictionary of Greek

  • βρώσιμος — η, ο ο φαγώσιμος: Δεν υπήρχαν άλλα βρώσιμα παρά ψωμί και ελιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”